- εκφορτωτικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκφόρτωση, ο ικανός να ξεφορτώνει («εκφορτωτικά μηχανήματα»)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά εκφορτωτικάτα έξοδα τής εκφορτώσεως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκφορτωτικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος για εκφορτώσεις, ο ειδικευμένος στις εκφορτώσεις: Εκφορτωτικά μηχανήματα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εκφορτωτικά τα έξοδα της εκφόρτωσης, η αμοιβή του εκφορτωτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)